Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχροκερδώ [esxrokerδó] Ρ10.9α : (σπάν.) κάνω αισχροκέρδεια· (πρβ. κερδοσκοπώ).
[λόγ. < αρχ. αἰσχροκερδῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχροκερδώ [esxrocer∂ó] αισχροκερδείς, aor αισχροκέρδησα, rare
- practice profiteering, profiteer:
- μάθε να μην αισχροκερδής
[der of αισχροκερδής]
- practice profiteering, profiteer: