Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αισχροκερδής, επίθ.· αισχροκέρδης.
-
- Aισχροκερδής:
- (Eρμον. Θ 127).
[αρχ. επίθ. αισχροκερδής. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Aισχροκερδής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισχροκερδής -ής -ές [esxrokerδís] Ε10 : (σπάν.) που έχει σχέση με την αισχροκέρδεια· (πρβ. κερδοσκοπικός).
[λόγ. < αρχ. αἰσχροκερδής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχροκερδής1 [esxrocer∂ís] ο, η,
- profiteer
[fr K, AG αἰσχροκερδής; cf MG αισχροκέρδης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχροκερδής2, -ής, -ές [esxrocer∂ís]
- realizing illicit gain, profiteering:
- οι τύραννοι είναι αισχροκερδείς (Melas)
[fr K, AG αἰσχροκερδής; cf MG αισχροκέρδης]
- realizing illicit gain, profiteering: