Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισχρά [esxrá] adv
- shamefully, indecently (syn κατά τρόπον αισχρό):
- μου φέρθηκε ~ he acted shamefully concerning me |
- poem χωρίς να τη γνωρίζω εχθές μου βάνει |
- τη θυγατέρα ~ στην αγκαλιά μου (Solom)
[der of αισχρός]
- shamefully, indecently (syn κατά τρόπον αισχρό):