Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισχρά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αισχρά [esxrá] adv
  • shamefully, indecently (syn κατά τρόπον αισχρό):
    • μου φέρθηκε ~ he acted shamefully concerning me |
    • poem χωρίς να τη γνωρίζω εχθές μου βάνει |
    • τη θυγατέρα ~ στην αγκαλιά μου (Solom)

[der of αισχρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες