Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισιόδοξος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισιόδοξος -η -ο [esióδoksos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία. ANT απαισιόδοξος: ~ άνθρωπος. Aισιόδοξη διάθεση / ιδιοσυγκρασία / πρόβλεψη / άποψη. Ο γιατρός παραμένει ~ παρά την κρισιμότητα της καταστάσεως του αρρώστου. || (για τη φιλοσοφική αισιοδοξία): ~ φιλόσοφος / καλλιτέχνης. Aισιόδοξη ιδεολογία. αισιόδοξα ΕΠIΡΡ: Aτενίζει ~ τη ζωή / το μέλλον.

[λόγ. αίσι(ος) -ο- + δόξ(α) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισιόδοξος1 [esió∂oksos] ο, αισιόδοξη [esió∂oksi] η,
  • optimist (syn οπτιμιστής, ant πεσιμιστής):
    • είναι ένας αθεράπευτος ~ |
    • ο άνθρωπος που δεν ελπίζει τίποτε είναι ένας τρομερός ~
  • ⓐ philos follower of optimism

[cpd of αίσιος & δόξα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισιόδοξος2, -η, -ο [esió∂oksos]
  • optimistic, sanguine (ant απαισιόδοξος):
    • είμαι ~ για το μέλλον be sanguine about the future |
    • αυτό υπερέβη τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες μας this surpassed our most sanguine expectations |
    • έχεις αισιόδοξη διάθεση you are of a sanguine disposition |
    • αισιόδοξοι προφήτες |
    • αισιόδοξη ιδιοσυγκρασία, ψυχή, άποψη |
    • αισιόδοξα συμπεράσματα |
    • η οικονομία κάνει τον άνθρωπο να είναι βέβαιος για την πιο αισιόδοξη αύριο |
    • πιο ~ και πιο ριψοκίνδυνος, πήρε απάνω του τη δουλειά (Melas) |
    • τελείωσε με μιαν αισιόδοξη αποστροφή προς τα νιάτα (Theotokas) |
    • μια κοινωνία ευημερούσα τους περιμένει αύριο για να γίνουν παραγωγικά και αισιόδοξα μέλη της (Papanoutsos) |
    • χάρη στη διαύγεια της σκέψης και της έκφρασης του συγγραφέα, (το βιβλίο) είναι φωτεινό κ' αισιόδοξο (Sachinis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες