Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισιοδοξία η [esioδoksía] Ο25 : ANT απαισιοδοξία. 1. η ψυχική διάθεση εκείνου που βλέπει τον κόσμο ή τα γεγονότα από την ευχάριστη πλευρά τους καθώς και η πεποίθηση ότι κάθε υπόθεσή του θα έχει ευνοϊκή έκβαση: Άνθρωπος που αντιμετωπίζει τη ζωή με αγάπη κι ~. Συγκρατημένη ~. Yπερβολική ~, υπεραισιοδοξία. Παρά τις δυσχέρειες αντιμετωπίζει την κατάσταση με ~. 2. φιλοσοφική άποψη που υποστηρίζει ότι ο κόσμος είναι ο καλύτερος που θα μπορούσε να υπάρχει και ότι καθετί στον κόσμο είναι καλό ή οδηγεί προς το καλό· οπτιμισμός: Εμπειρική / μεταφυσική ~.
[λόγ. αισιόδοξ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισιοδοξία [esio∂oksía] η,
- optimism, rosiness, buoyancy (ant απαισιοδοξία):
- βλέπουμε προς το μέλλον με εμπιστοσύνη και ~ |
- η ~ του δεν έχει όρια |
- αδικαιολόγητη (υπερβολική) ~ unjustified (excessive) optimism |
- και η ~ και η απαισιοδοξία έχουν καταντήσει συμβατικές εκφράσεις (Panagiotop)
- ⓐ philos doctrine according to which the world is excellent and the good rules therein, optimism
[der of αισιόδοξος]
- optimism, rosiness, buoyancy (ant απαισιοδοξία):