Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αισθητώς, επίρρ.· αιστητώς.
-
- Mε τρόπο αισθητό, όπως στην πραγματικότητα:
- το βλέπω (ενν. το όνειρον) ακόμη αισθητώς (Λίβ. P 1854).
[αρχ. επίρρ. αισθητώς]
- Mε τρόπο αισθητό, όπως στην πραγματικότητα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητώς [esθitós] adv
- ① sensibly, perceptibly (syn αισθητά 1)
- ② fig appreciably, considerably (syn αισθητά 2):
- η θερμοκρασία υψώθη ~ |
- η ραδιενέργεια επηρεάζει ~ και τους απογόνους του ανθρώπου |
- το ποσοστό αυξήσεως του εισοδήματος είναι ~ ανώτερο από το περυσινό |
- η ιεραρχική αυτή τάξη του κόσμου εκφράζεται ~ κατά τρόπο κλασικό στη γοτθική τέχνη (Theodorakop)
[fr MG αισθητώς ← K, PatrG, AG]