Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητότητα [esθitótita] η, (& L αισθητότης)
- capability of being sensible, sensibility, perceptibility:
- είναι χαμένος για την ποίηση εκείνος ... που θυσιάζει στο λογικό βάθος του νοήματος την "αισθητότητά" του, την παραστατική του δύναμη (Papanoutsos)
[neol, der of αισθητός]
- capability of being sensible, sensibility, perceptibility: