Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητό [esθitó] το, (& L αισθητόν) usu pl αισθητά τα,
- object of sensation or perception (ant το νοητό):
- τα αισθητά, οι χλωμές και πρόσκαιρες απομιμήσεις του αιώνιου άφθαρτου (Theodoridis) |
- η ιδέα δεν ενυπάρχει μέσα στα αισθητά ή τα αισθήματα (Theodorakop) |
- η ψυχή, κλεισμένη μες στα αισθητά (Theotokas)
[fr AG αἰσθητόν]
- object of sensation or perception (ant το νοητό):
[Λεξικό Κριαρά]
- αισθητοαναισθησία η.
-
- Eναλλαγή λιποθυμίας και ανάκτησης των αισθήσεων:
- (Λίβ. P 2450).
[<ουσ. αίσθησις + αναισθησία με επίδρ. του επιθ. αισθητός]
- Eναλλαγή λιποθυμίας και ανάκτησης των αισθήσεων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθητοποίηση η [esθitopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αισθητοποιώ.
[λόγ. αισθητοποιη- (αισθητοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητοποίηση [esθitopíisi] η,
- clear presentation of sth as to render it perceptible:
- τέλεια ~ ενός νήματος (Papanoutsos) |
- η φύση ... παρουσιάζεται ... σα μέσο βοηθητικό αισθητοποίησης της νοητής ουσίας (Tsatsos) |
- ο Kαντ ... μιλεί και για μια ~ των εννοιών του καθαρού λόγου (Georgoulis)
[der of αισθητοποιώ]
- clear presentation of sth as to render it perceptible:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητοποιητικός, -ή, -ό [esθitopiitikós]
- capable of or instrumental in rendering sth perceptible
[der of αισθητοποιητός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθητοποιώ [esθitopió] -ούμαι Ρ10.9 : παριστάνω ή περιγράφω κτ. έτσι ώστε να γίνει αισθητό: ~ τις σκέψεις / τους συλλογισμούς / τις έννοιες. Προβλήματα που αισθητοποιούνται στις διάφορες φάσεις της ζωής.
[λόγ. αισθητ(ός) -ο- + -ποιώ μτφρδ. γαλλ. rendre sensible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητοποιώ [esθitopió] αισθητοποιείς, mediop αισθητοποιούμαι
- render sth perceptible through lucid and vivid presentation:
- ~ την έμπνευση |
- σχηματίζεται μια έννοια που δεν αισθητοποιείται και μόνο μαθηματικά μπορεί να διατυπωθή (Papanoutsos) |
- το αντικείμενο με την επέμβαση της Tέχνης γίνεται μορφή που αισθητοποιεί εκφραστικά ένα νόημα |
- μια σκέψη, μια διάθεση, μια τάση (id.) |
- το ποιητικό νόημα αισθητοποιείται στα ζωντανεμένα του σύμβολα (Chourmouzios) |
- ο K. αισθητοποίησε στα περισσότερα έργα του ... την κοσμοθεωρία της Aσκητικής (Prevelakis) |
- έχει το χάρισμα ... να αισθητοποιή κάθε μορφή (Tsatsos) |
- ο Πλάτων ... αισθητοποιεί τις πιο δυσκολόπιαστες σκέψεις του (Theodoridis) |
- (στο διάλογο) αισθητοποιούνται οι συγκρούσεις (Melas) |
- poem το θαύμα αισθητοποιεί μορφές απ' όσες δεν βλέπουμε (Pentzikis)
[cpd of αισθητός & ποιώ]
- render sth perceptible through lucid and vivid presentation:
[Λεξικό Κριαρά]
- αισθητός, επίθ.· αιστητός.
-
- 1)
- α) Αισθητός, αληθινός, πραγματικός:
- έβλεπες ήλιον αισθητόν (Λίβ. (Lamb.) N 632)·
- έκφρ. φως αισθητόν = όραση:
- (Γεωργηλ., Bελ. Λ 486)·
- β) που έχει πραγματική υπόσταση, ζωντανός:
- αισθητά και ζώντα (ενν. πουλία) (Διγ. Z 105).
- α) Αισθητός, αληθινός, πραγματικός:
- 2) Συγκεκριμένος, γήινος:
- O άγγελος ο αιστητός (Kυπρ. ερωτ. 1441).
- 3) Eυαίσθητος:
- αν … είσαι αιστητή, να με ψυχοπονέσεις (Λίβ. Esc. 4009).
- 4) Σημαντικός, όχι ευκαταφρόνητος:
- τον αισθητόν αντίπαλον κατάβαλον (Διακρούσ. 11419).
[αρχ. επίθ. αισθητός. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθητός -ή -ό [esθitós] Ε1 : 1α.που με τη βοήθεια των αισθήσεων καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει: Είναι κάτι αισθητό με το μάτι / την αφή / τη γλώσσα. H αισθητή πραγματικότητα. Aισθητά αντικείμενα. Ο νοητός και ο ~ κόσμος. Ο σεισμός έγινε ~ σε ολόκληρη τη χώρα. β. αντιληπτός: Δεν έγινε αισθητή η παρουσία / απουσία σου. Ο Θεός γίνεται ~ μόνο με την καρδιά και την ενόραση. 2. (μτφ.) που είναι αρκετός ή σημαντικός, έτσι ώστε να καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει. ANT ανεπαίσθητος: Aισθητή διαφορά θερμοκρασίας / βελτίωση του καιρού. Aισθητή πρόοδος.
αισθητά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Είναι κάποιος ~ ανώτερος. [λόγ.: 1: αρχ. αἰσθητός· 2: σημδ. γαλλ. perceptible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητός, -ή, -ό [esθitós]
- ① capable of being felt, sensible, perceptible, noticeable, tangible (syn αντιληπτός με τις αισθήσεις, ant νοητός):
- ~ κόσμος, αισθητά όντα, αισθητό αντικείμενο (or πράγμα), αισθητή ζωή, μορφή, ύλη |
- αισθητά δεδομένα sensible data (syn αισθητές εντυπώσεις, i.e. εντυπώσεις των αισθητηρίων) |
- αισθητά φαινόμενα |
- αισθητό αίτιο |
- αισθητές ποιότητες |
- πρωινό με αισθητή δροσιά |
- εμφανίζονται ως εικόνες ... αισθητών ή ... ιδανικών αντικειμένων (Theodorakop) |
- αισθητή θερμότητα |
- ~ πόνος pain that is felt |
- κακοσμία αισθητή από μακριά bad odor noticeable fr afar |
- το πράσινο την άνοιξη προπάντων γίνεται πολύ αισθητό με την ... έλλειψή του (Melas) |
- το αισθητικό πρέπει να είναι και αισθητό (Tsatsos)
- ② sensitive (syn ευαίσθητος, ευπαθής):
- ~ ζυγός sensitive scales
- ③ observable, discernible, evident (syn ευδιάκριτος, φανερός):
- αισθητή διαφορά |
- αισθητή μεταβολή observable change |
- αισθητή ανάγκη, επαλήθευση |
- πράματα απλά, αισθητά στον καθένα |
- αισθητές αλήθειες |
- η απουσία του ήταν αισθητή |
- κάνουν την παρουσία τους αισθητή, κάνουν το κομμάτι τους |
- έλλειψη από μακρού αισθητή long-felt want |
- ο θάνατός του άφησε ένα αισθητό κενό |
- η απώλειά του έγινε αισθητή he is sorely missed |
- η επιτροπή έκανε αισθητή την ύπαρξή της |
- η πνευματική του προσωπικότητα έγινε αμέσως αισθητή (Melas) |
- το ύφος είναι το πιο αισθητό στοιχείο ενός συγγραφέα (Theotokas) |
- (όσα λέω βοηθούν) να γίνη καλύτερα αισθητό το καινούργιο που έφερε ο Eλύτης στην ποίησή μας (Karantonis) |
- οι ανάγκες για αλλαγή ... ήταν έντονα αισθητές (Vacalop) |
- είναι αισθητές και κάποιες αδυναμίες στη σύνθεση (Dimaras)
- ⓐ idiom phr είναι (γίνεται) αισθητό ότι it is (becomes) evident that:
- είναι εντελώς ~ ότι το έργο γράφτηκε για να αρέση ... μέσα σε θορυβώδη αίθουσα λαϊκού θεάτρου (Dimaras)
- ④ appreciable, considerable, substantial (syn υπολογίσιμος, σημαντικός):
- αισθητή πρόοδος appreciable progress |
- αισθητή διαφορά (ομοιότητα) noticeable difference (similarity) |
- αισθητή έλλειψη (e.g. ενός έργου) |
- ~ αριθμός ποιητών |
- σε αισθητό βαθμό to a considerable degree |
- ο άρρωστος παρουσιάζει αισθητή βελτίωση |
- τους προξενούσαν αισθητές απώλειες they inflicted on them considerable losses |
- έχει κάνει αισθητές παραχωρήσεις ... στις συντηρητικές θεωρίες (Dimaras) |
- η οργή τους με πείθει ότι κάτι έχω κάμει, ότι είμαι ~ (Charis) |
- (το ελληνικό μυθιστόρημα) εγνώρισε μιαν άνθηση, αλλά που τελευταία παρουσιάζει αισθητότατη κάμψη (Chatzinis) |
- poem της εφαινότουν, αισθητή μην έχοντας βοήθεια, |
- η συμφορά της όνειρο (Markoras)
[fr MG αισθητός ← AG αἰσθητός]
- ① capable of being felt, sensible, perceptible, noticeable, tangible (syn αντιληπτός με τις αισθήσεις, ant νοητός):