Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθητοποιώ [esθitopió] -ούμαι Ρ10.9 : παριστάνω ή περιγράφω κτ. έτσι ώστε να γίνει αισθητό: ~ τις σκέψεις / τους συλλογισμούς / τις έννοιες. Προβλήματα που αισθητοποιούνται στις διάφορες φάσεις της ζωής.
[λόγ. αισθητ(ός) -ο- + -ποιώ μτφρδ. γαλλ. rendre sensible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητοποιώ [esθitopió] αισθητοποιείς, mediop αισθητοποιούμαι
- render sth perceptible through lucid and vivid presentation:
- ~ την έμπνευση |
- σχηματίζεται μια έννοια που δεν αισθητοποιείται και μόνο μαθηματικά μπορεί να διατυπωθή (Papanoutsos) |
- το αντικείμενο με την επέμβαση της Tέχνης γίνεται μορφή που αισθητοποιεί εκφραστικά ένα νόημα |
- μια σκέψη, μια διάθεση, μια τάση (id.) |
- το ποιητικό νόημα αισθητοποιείται στα ζωντανεμένα του σύμβολα (Chourmouzios) |
- ο K. αισθητοποίησε στα περισσότερα έργα του ... την κοσμοθεωρία της Aσκητικής (Prevelakis) |
- έχει το χάρισμα ... να αισθητοποιή κάθε μορφή (Tsatsos) |
- ο Πλάτων ... αισθητοποιεί τις πιο δυσκολόπιαστες σκέψεις του (Theodoridis) |
- (στο διάλογο) αισθητοποιούνται οι συγκρούσεις (Melas) |
- poem το θαύμα αισθητοποιεί μορφές απ' όσες δεν βλέπουμε (Pentzikis)
[cpd of αισθητός & ποιώ]
- render sth perceptible through lucid and vivid presentation: