Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισθητοποίηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισθητοποίηση η [esθitopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αισθητοποιώ.

[λόγ. αισθητοποιη- (αισθητοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισθητοποίηση [esθitopíisi] η,
  • clear presentation of sth as to render it perceptible:
    • τέλεια ~ ενός νήματος (Papanoutsos) |
    • η φύση ... παρουσιάζεται ... σα μέσο βοηθητικό αισθητοποίησης της νοητής ουσίας (Tsatsos) |
    • ο Kαντ ... μιλεί και για μια ~ των εννοιών του καθαρού λόγου (Georgoulis)

[der of αισθητοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες