Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθητισμός ο [esθitizmós] Ο17 : καλλιτεχνικό ρεύμα που θεωρεί το τυπικά ωραίο ως πρωταρχική αξία και με βάση αυτό κρίνει, αξιολογεί όλες τις άλλες: Φιλοσοφικός / λογοτεχνικός ~.
[λόγ. αισθητ(ική) -ισμός μτφρδ. αγγλ. estheticism < esthetics = αισθητική]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητισμός [esθitizmós] ο, philos
- ① school of thought accepting the senses as basis of moral life
- ② estheticism (syn εστετισμός)
- ⓐ devotion to and pursuit of the beautiful, esp in art
- ⓑ belief in the beautiful as the basic standard and principle upon which others (moral etc) depend:
- άρχισεν από το νατουραλισμό, κίνησε την προσοχή με τον αισθητισμό (Palam) |
- ο ~ (ως απόλυτη θρησκεία του κάλλους) οδηγεί στη διαστροφή (Papanoutsos) |
- η ωραιοπάθεια και ο ~ πάντα έρχονται κυρίαρχα (Papatsonis) |
- φτηνός ~, καιροσκοπικός ~, κούφος ~, φυσιογραφικός ~
[der of αισθητός]