Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισθητικότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισθητικότητα η [esθitikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αισθητικού, εκείνου δηλαδή που σχετίζεται με: 1. την αισθητική και ιδίως με το ωραίο: H ~ του λόγου / ενός έργου τέχνης. 2. (φυσιολ.) τις αισθήσεις: Γενική / συμπληρωματική / διαφορική ~. Διχασμός / διαταραχές της αισθητικότητας. H ~ των άκρων.

[λόγ.: 1: αισθητικ(ή) -ότης > -ότητα· 2: αισθητικ(ός) (επίθ.) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισθητικότητα [esθitikótita] η,
  • esthetic sensitiveness, sensitivity (syn ευαισθησία):
    • ~ του λόγου |
    • λεπτή ~ |
    • καθαρή ~ της εντύπωσης |
    • ~ της μορφής |
    • η ~ στέκει κάτω από τη νόηση (Georgoulis) |
    • ον προικισμένο με ~ (Papanoutsos) |
    • μια ειδικευμένη ~ ... βοηθεί την τέχνη του να προσαρμόζεται στα πλαίσια και στο ύφος της ευρωπαϊκής ποίησης (Karantonis)

[fr MG αισθητικότης (Niceph. Blem 769D)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες