Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητικό [esθitikó] το,
- esthetic sensitivity or joy:
- το αληθινά ~, το ουσιαστικά ωραίο (Tsatsos) |
- το ~ δεν πρέπει να θεωρήται καθαρά ηδονή (Theodorakop) |
- το ~ τούς φαντάζει σα μια πολυτέλεια (Tsatsos)
[the n of αισθητικός]
- esthetic sensitivity or joy:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητικοηθικός, -ή, -ό [esθitikοiθikós] philos
- esthetic and ethical:
- αισθητικοηθική αγωγή των πολιτών (Despotop) |
- αισθητικοηθική θεωρία του Schiller (id.) |
- μια πλούσια βλάστηση, ... προσανατολισμένη ... σε αξίες αισθητικές ή αισθητικοηθικές (id.)
[cpd of αισθητικός & ηθικός]
- esthetic and ethical:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητικοκινητικός, -ή, -ό [esθitikocinitikós] anat
- sensory-motor (syn αισθησιοκινητικός) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητικοκριτικός, -ή, -ό [esθitikokritikós]
- esthetic and critical:
- αισθητικοκριτική μελέτη (Chourmouzios)
[cpd w. adj κριτικός]
- esthetic and critical:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθητικός ο [esθitikós] Ο17 θηλ. αισθητικός [esθitikós] Ο34 ιδίως στη σημ. 2 : 1.επιστήμονας που ασχολείται με την αισθητική: Ένας ~ της τέχνης / λογοτεχνίας. Οι σύγχρονοι αισθητικοί διαβλέπουν συγγένειες ανάμεσα στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και στην αφηρημένη τέχνη. 2. ειδικός που ασχολείται με την περιποίηση της ομορφιάς του ανθρώπινου σώματος: Πήγε στην αισθητικό για καθάρισμα προσώπου / μασάζ.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αισθητικός σημδ. γαλλ. esthéticien· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- αισθητικός, επίθ.· αιστητικός.
-
- 1) Eυαίσθητος:
- αν είσαι … αισθητική, να με ψυχοπονέσεις (Λίβ. Sc. 2819)·
- καρδία … αισθητική (Kαλλίμ. 1959).
- 2) Σύμφωνος με την πραγματικότητα, αληθινός:
- να έναι αισθητική του καθενός (ενν. τεχνητού πουλιού) η πλάσις (Λίβ. N 2201).
[αρχ. επίθ. αισθητικός. H λ. και σήμ.]
- 1) Eυαίσθητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθητικός -ή -ό [esθitikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την αισθητική: α. την επιστήμη του ωραίου: Aισθητικοί κανόνες. Aισθητική αγωγή / ποιότητα / αξία / συγκίνηση / έρευνα. Aισθητικές παρατηρήσεις / θεωρίες. Aισθητικό κριτήριο / γούστο. || (ως ουσ.) το αισθητικό, η ομορφιά: Tο αληθινά αισθητικό, το ουσιαστικά ωραίο. β. (σπάν.) την ομορφιά ιδίως του ανθρώπινου σώματος: Aισθητική χειρουργική. 2. που έχει σχέση με τις αισθήσεις. α. (φυσιολ.) αισθητήριος: Aισθητικές ίνες. Οι αισθητικές θηλές της γλώσσας / ρίζες του νωτιαίου μυελού. Aισθητικό νεύρο / κέντρο. Aισθητικά κύτταρα. β. (σπάν.) που αισθάνεται: Aισθητικά όντα. γ. που προέρχεται από τις αισθήσεις: Aισθητική παράσταση. Οι γνώσεις του ανθρώπου είναι νοητικές ή αισθητικές.
αισθητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Ωραίο είναι το ~ αξιόλογο. [λόγ. < αρχ. αἰσθητικός `που νιώθει, που έχει αντιληπτική ικανότητα΄, σημδ.: 1: γαλλ. esthétique· 2: γαλλ. sensitif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητικός1 [esθitikós] ο, η,
- ① specialist in esthetics, esthetician:
- ~ της τέχνης art esthetician |
- λεπτός ~ |
- ο ~ δεν υπαγορεύει κανόνες στον καλλιτέχνη |
- ζητούσαν μερικοί αισθητικοί και συγγραφείς το βαθύ, το αόριστο και το άυλο της μουσικής (Papantoniou)
- ② operator of a beauty institute (ινστιτούτο αισθητικής; s. αισθητική 2).
- ① specialist in esthetics, esthetician:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητικός2, -ή, -ό [esθitikós]
- ① of the senses, sensory (syn αισθητήριος):
- αισθητικό νεύρο sensory nerve |
- αισθητικό κύτταρο sensory cell |
- αισθητικά νευρίδια |
- αισθητικές θηλές της γλώσσας
- ② of refinement, sensitive, esthetic (syn καλαισθητικός):
- η αισθητική επιστήμη esthetics |
- ~ κριτικός, ~ φιλόσοφος |
- αισθητική θεωρία esthetic theory |
- αισθητικές κατηγορίες |
- αισθητική εμπειρία |
- η θεωρητική συγκρότηση (του Σολωμού) είναι ... πλούσια σε αισθητικές εμπειρίες (Dimaras) |
- το αισθητικό αίσθημα είναι μεταδοτό |
- αισθητική ανάγκη, υποβολή |
- αισθητικό επίπεδο, φαινόμενο |
- αισθητικά ενδιαφέροντα |
- αισθητική βερμπολογία, αντίληψη |
- ασθητικοί κανόνες |
- αισθητική ανάλυση, κρίση, αξιολόγηση, ερμηνεία |
- αισθητικό κριτήριο |
- αισθητική διείσδυση |
- αισθητικές παρατηρήσεις |
- αισθητικό αγαθό, κάλλος |
- αισθητικά νοήματα, γνωρίσματα |
- αισθητικό κίνητρο |
- αισθητική έκφραση, μορφή |
- αισθητικό γούστο, ήθος, ύφος, αποτέλεσμα, κατόρθωμα |
- αισθητική αγωγή, καλλιέργεια, μόρφωση, παιδεία |
- αισθητική αξία |
- εξαίρει την αισθητική αξία του έργου (Melas) |
- αισθητικές αξιώσεις |
- αισθητικό ενδιαφέρον |
- αισθητικά θέματα |
- αισθητική θέα, συγκίνηση, χαρά, απόλαυση, ηδονή |
- ~ ιδεαλισμός |
- αισθητική ολοκλήρωση, ποιότητα |
- ~ προσανατολισμός, αισθητική στάση, διάθεση |
- ~ ρεαλισμός |
- αισθητική νόηση, σφαίρα |
- ύψωση της αισθητικής στάθμης |
- ο πλατωνικός μύθος ... γοητεύει το νου μας με το αισθητικό του φως (Theodorakop) |
- η μοντέρνα τέχνη επιζητεί τους αισθητικούς χτύπους (chocs) που φέρνουν τα ανολοκλήρωτα, τα αποσπασματικά έργα (Michelis) |
- poem ... τα εξαίσιά τους νιάτα |
- η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους |
- δροσίσθηκαν ... (Kavafis)
- ③ surg pertinent to beautification, corrective of deformity, plastic:
- αισθητική χειρουργική plastic surgery |
- αισθητική χειρουργική του προσώπου face lifting |
- ο ειδικός ~ χειρούργος περιορίζει την εγχείρηση στα όρια μιας μάλλον ακινδύνου επεμβάσεως (GLadas)
[fr MG αισθητικός ← AG, K]
- ① of the senses, sensory (syn αισθητήριος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθητικότητα η [esθitikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αισθητικού, εκείνου δηλαδή που σχετίζεται με: 1. την αισθητική και ιδίως με το ωραίο: H ~ του λόγου / ενός έργου τέχνης. 2. (φυσιολ.) τις αισθήσεις: Γενική / συμπληρωματική / διαφορική ~. Διχασμός / διαταραχές της αισθητικότητας. H ~ των άκρων.
[λόγ.: 1: αισθητικ(ή) -ότης > -ότητα· 2: αισθητικ(ός) (επίθ.) -ότης > -ότητα]