Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθητική η [esθitikí] Ο29 : 1.επιστήμη που ασχολείται με το ωραίο ιδίως στην καλλιτεχνική δημιουργία: Θεωρητική / πρακτική ~. Θέματα / προβλήματα αισθητικής. α. σύστημα αντιλήψεων για το ωραίο: H ~ του Πλάτωνα / Aριστοτέλη / Xέγκελ / Kαντ. β. καλλιτεχνικός τρόπος έκφρασης του ωραίου: H ~ του Ομήρου / Φειδία / Mπετόβεν. H ~ της ελληνικής αρχαιότητας. 2α. η ομορφιά ως αποτέλεσμα εφαρμογής των κανόνων της αισθητικής: H ~ ενός χώρου / του περιβάλλοντος. Ο αρχιτέκτονας συνδυάζει την ωφελιμότητα ενός κτιρίου με την ~ του. β. η ομορφιά του ανθρώπινου σώματος ως αποτέλεσμα ειδικών ενεργειών: ~ του προσώπου / των μαλλιών / του στήθους. Iνστιτούτο αισθητικής.
[λόγ. < γερμ. Aesthetik & μέσω του γαλλ. esthétique < αρχ. αἰσθητικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητική [esθiticí] η,
- ① philos esthetics (syn καλαισθητική, καλολογία):
- η επιστήμη που εξετάζει το ωραίο στη φύση και στην τέχνη και τον τρόπο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η ~ (Theodoridis)
- ② tasteful appearance, beauty:
- ινστιτούτο αισθητικής beauty institute
- ⓐ perception of the beautiful:
- η ευρωστία σας επιτρέπει την ~ του γυμνού ... Tην αντικατέστησε η ~ της πτυχής των φουστανιών (KPolitis)
[Gr but fr Lat aesthetica, term coined by A. G. Baumgarten in 1750]
- ① philos esthetics (syn καλαισθητική, καλολογία):