Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθητικά [esθitiká] adv
- esthetically:
- μια ~ τέλεια εντύπωση |
- ~ μορφωμένος, ~ καλλιεργημένος |
- αισθάνομαι κάτι ~ |
- γυμνάζεται κανείς ~ |
- αντικρύζω το αντικείμενο ~ |
- πλησιάζω την τέχνη των Bυζαντινών ~ |
- ο θεατής χαίρεται ~ |
- οι άνθρωποι δε σε καταλαβαίνουν ~ |
- ιδιότητα ζωικά και ~ αξιόλογη |
- το ~ αξιόλογο ... ονομάζομε στη ζωή ωραίο |
- μεταφράσεις ποιημάτων ~ αξιόλογες |
- λειτουργεί η ψυχή μας ~ |
- απλές μορφές στη φύση και στη ζωή αξιολογούνται ~ |
- η θρησκευτική τέχνη εκφράζει ~ το θρησκευτικό συναίσθημα |
- παρουσιάζεται ~ και γλωσσικά διχασμένος (Dimaras) |
- την ατομικότητα των αντικειμένων αποτιμούμε ~ ... με το ατομικό μας εγώ (Papanoutsos) |
- (οι κινήσεις της μπαγκέτας ή των χεριών των μεγάλων μαέστρων) υπογραμμίζουν ~ τους στοχασμούς και τα διάφορα συναισθήματα (MVarvoglis) |
- poem γράψε για τη χαμένη τους αγάπη ~ (Foufas)
[der of αισθητικός; cf αισθητικώς]
- esthetically: