Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισθητήριο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αισθητήριο [esθitírio] το,
  • ① sense organ, sensory organ:
    • το ~ της οράσεως organ of sight (οι οφθαλμοί), το ~ της ακοής organ of hearing (τα ώτα) |
    • poem μηδέ κρούει το ~ ώσπου να κόψη |
    • της όρασης τον ύπνο (Mammelis)
  • ⓐ sense, usu pl αισθητήρια τα,:
    • όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση, αφή |
    • οι εκκλησίες με συγκινούν, μα πάντα τη φαντασία μου πιο πολύ και τα αισθητήρια, όχι την καρδιά μου (Palam)
  • ② faculty, sensibility, feeling (syn αίσθημα 2a, αίσθηση 2a):
    • έχουν λεπτότατο ~ και καλή μουσικήν αγωγή |
    • να διαμορφώσουν το ~ του κοινού (Papanoutsos) |
    • ένα οξύ ~ ... τον προφυλάσσει συνήθως απ' τις υπερβολές (Peranthis)
  • ③ natural and intimate knowledge of, deep familiarity w., feeling for (syn αίσθημα 5):
    • γλωσσικό ~ |
    • είχε ανεπτυγμένο το γλωσσικό ~ |
    • η καθαρεύουσα δε στηρίζεται σε γλωσσικό ~ |
    • δημιούργησε το καινούργιο γλωσσικό ~ του ζωντανού πεζού λόγου (Theotokas) |
    • ηθικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό, κριτικό, μουσικό ~

[fr AG, PatrG αἰσθητήριον]

[Λεξικό Κριαρά]
αισθητήριον το.
  • Aισθητήριο όργανο·
    • (εδώ σε μεταφ.):
      • τα αισθητήρια της ψυχής (Mάξιμ. Kαλλιουπ., Πρόλ. 365).

[αρχ. ουσ. αισθητήριον. H λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισθητήριος -α -ο [esθitírios] Ε6 : 1.που έχει σχέση με τις αισθήσεις: Aισθητήρια νεύρα / όργανα, που δέχονται τα ερεθίσματα από τα οποία δημιουργούνται τα αισθήματα. 2. (ως ουσ.) το αισθητήριο: α. το καθένα από τα αισθητήρια όργανα ιδίως του ανθρώπου: Tο ~ της όρασης / γεύσης / ακοής / όσφρησης / αφής. β. αντιληπτική ικανότητα που βασίζεται κυρίως στο λογικό: Tο λαϊκό ~ δεν εξαπατήθηκε από την προπαγάνδα του κατακτητή. Άνθρωπος με πολιτικό ~.

[λόγ.: 2: αρχ. αἰσθητήριον· 1: αισθητήρι(ον) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισθητήριος, -α, -ο [esθitírios]
  • relating to sense, sensory (syn αισθητικός 1):
    • αισθητήριο νεύρο sensory nerve |
    • αισθητήριο όργανο (syn αισθητήριο 1) pl αισθητήρια όργανα sense organs, organs of perception |
    • μια διαπίστωση με τα αισθητήρια όργανα

[der in -τήριος on the basis of AG noun αἰσθητήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες