Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισθητά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αισθητά, επίρρ.
  • 1) Πραγματικά, αληθινά:
    • έβλεπα να είπες αισθητά την ποθοορκωμοσίαν (Λίβ. (Lamb.) N 468).
  • 2) Aποφασιστικά:
    • βουλήν απήραν … το πώς να πράξουν αισθητά περί της βασιλείας (Xρον. Mορ. H 907).

[<επίθ. αισθητός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισθητά [esθitá] adv
  • ① in physical sense perception, sensibly, perceptibly, observably (ant ανεπαίσθητα, νοητά or νοερά):
    • τα χέρια του τρέμουν ~ |
    • ψήλωνε ~, μπορεί και τρεις πόντους |
    • μια μορφή ~ ή νοητά συλληπτή |
    • την πραγματικότητα ζούμε άμεσα κ' ~ |
    • ο κόσμος ~ και νοερά του παρουσιάζεται (sc στον Παλαμά) σε κάλυκες δεκατετράστιχους (Dimaras) |
    • ωραία ονομάζομε τη φύση, όταν παρουσιάζη ~ τη συγκεκριμένη έννοια και την ιδέα (Papanoutsos) |
    • ήθελε να ιδή ~ τον εαυτό της επάνω στο μάρμαρο (Theodorakop) |
    • το πασίγνωστο ~ γερτό προς τη μια πλευρά κωδωνοστάσιο (KParaschos) |
    • άλλοτε περισσότερο ~, άλλοτε ανεπαίσθητα ... βελτιώνονταν οι ελληνικές θέσεις (Terzakis)
  • ② fig materially, appreciably, considerably (syn σε αισθητό βαθμό, υπολογίσιμα, ουσιαστικά, σημαντικά):
    • ~ ευχάριστη κίνηση |
    • άνθρωπος ~ ευνοημένος από τη φύση |
    • ποιότητα ~ κατώτερη |
    • η ύλη θα συντομευθή ~ |
    • το έργο υπερτερεί ~ στην ηθογραφία |
    • επηρεάστηκε ~ από τη γυναίκα του |
    • με τη δράση του επηρέασε ~ τα πνεύματα |
    • ξεχώριζε τόσο ~ ανάμεσα στους συναδέλφους του |
    • το έργο φαίνεται ~ αρχαιότερο από το άλλο |
    • η θεατρική παραγωγή ... συνολικά υστερεί ~ (Thrylos) |
    • (η σειρά πεζογραφημάτων) σε βιβλίο μπορεί να δώση αισθητότερα την αξίαν ή την απαξία της (Palam) |
    • λείπει ~ η τέχνη του αφηγηματικού λόγου (Melas) |
    • η Aμερική προπορεύεται ~ από τον υπόλοιπο κόσμο (Theotokas) |
    • ο μεταφραστής ... εξυπηρέτησε ~ τα γράμματά μας (Dimaras)

[fr MG αισθητά, der of αισθητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες