Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθησιοκρατία η [esθisiokratía] Ο25 : φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι το σύνολο των γνώσεων του ανθρώπου προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις· αισθησιαρχία, σενσουαλισμός: H ~ του Δημοκρίτου / των σοφιστών. Φυσική / εμπειρική / γνωσιολογική / ηθική ~. Ο Λοκ είναι ιδρυτής της νεότερης αισθησιοκρατίας. Οπαδός της αισθησιοκρατίας, αισθησιοκράτης.
[λόγ. αίσθησι(ς) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. sensualisme]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθησιοκρατία [esθisiokratía] η, philos = αισθησιαρχία
- :
- ~ του Δημοκρίτου |
- στωική ~ |
- εμπειρική ~ |
- φυσιολατρική ~ |
- οπαδός της αισθησιοκρατίας (syn
- in αισθησιαρχικός2)
[cpd w. -κρατία]