Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθησιασμός ο [esθisiazmós] Ο17 : ερωτισμός ιδίως σεξουαλικός: Nοσηρός / άκρατος ~. Δεν υπάρχει αληθινός έρωτας χωρίς αισθησιασμό.
[λόγ. αισθησιασ- (αισθησιάζομαι < αίσθησι(ς) -άζω, -ομαι) -μός μτφρδ. γαλλ. sensualité]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθησιασμός [esθisiazmós] ο,
- sensuality, sensual behavior, pleasure of the senses, carnality:
- με αισθησιασμό sensually |
- αρρωστημένος or νοσηρός ~ |
- τυφλός και σκέτος ~ |
- γυναίκα με ξέφρενο αισθησιασμό |
- μεθυστικός ~ |
- ραφιναρισμένος ~ |
- υπερβολικός ~ |
- φυσιολατρικός ~ |
- ωμός ~ |
- κατηγορούν το γάιδαρο για υπέρμετρον αισθησιασμό |
- ο ~ είναι ο πατροπαράδοτος αντίπαλος του συναισθηματισμού (Panagiotop) |
- δεν υπάρχει αληθινός έρωτας δίχως μια δόση αισθησιασμού (Terzakis) |
- (παίξιμο σε όπερα) γεμάτο αισθησιασμό και τσιγγάνικη τσαχπινιά (MVarvoglis)
[der of attested αισθησιάζομαι]
- sensuality, sensual behavior, pleasure of the senses, carnality: