Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθησιαρχικός -ή -ό [esθisiarxikós] Ε1 : αισθησιοκρατικός.
[λόγ. αισθησιαρχ(ία) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθησιαρχικός1 [esθisiarçikós] ο,
- follower of sensualism (syn αισθησιοκράτης, οπαδός της αισθησιοκρατίας):
- οι Γάλλοι αισθησιαρχικοί του 18ου αιώνα
[der of αισθησιαρχία]
- follower of sensualism (syn αισθησιοκράτης, οπαδός της αισθησιοκρατίας):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθησιαρχικός2, -ή, -ό [esθisiarçikós] philos
- ① sensualistic (syn αισθησιοκρατικός):
- ~ θετικισμός |
- ο ~ χαρακτήρας της θεωρίας της "ηθικής αίσθησης".
- ① sensualistic (syn αισθησιοκρατικός):