Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθησιακό [esθisiakó] το,
- sensuality:
- οι κινήσεις της χορεύτριας δεν έδιναν την εντύπωση του αισθησιακού ή του άσεμνου (KParaschos)
[der of αίσθησις]
- sensuality:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθησιακός -ή -ό [esθisiakós] Ε1 : 1.ερωτικός και ιδίως σεξουαλικός: Aισθησιακή συγκίνηση / διάθεση / ηδονή. Aισθησιακές εξάψεις. Aισθησιακά όργια. ~ έρωτας, φιλήδονος. α. που προκαλεί τη σχετική ερωτική και ιδίως σεξουαλική διάθεση: Aισθησιακή ατμόσφαιρα / γυναίκα. Aισθησιακό στόμα. Aισθησιακά χείλη. β. που περιγράφει σχετικές καταστάσεις: Aισθησιακή τέχνη. Aισθησιακό ποίημα / μυθιστόρημα. 2. (σπάν.) για κτ. που γίνεται με τις αισθήσεις: Aισθησιακή εποπτεία. Ο εποπτικός λόγος αντιστοιχεί στο αισθησιακό αντίκρισμα του κόσμου.
αισθησιακά ΕΠIΡΡ: Άντρες / γυναίκες που μόνο ~ αγαπούν. [λόγ. αίσθησι(ς) -ακός μτφρδ. γαλλ. sensuel & αγγλ. sensual]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθησιακός, -ή, -ό [esθisiakós]
- ① relating to the physical senses, of the senses:
- αισθησιακή εποπτεία |
- υπακούομε σαν όντα έλλογα και συνάμα αισθησιακά (Papanoutsos) |
- αισθησιακοί ερεθισμοί |
- η μουσική είναι τέχνη αισθησιακή (Melas) |
- ο επικός λόγος αντιστοιχεί στο αισθησιακό (κατά τις αισθήσεις) αντίκρυσμα του κόσμου (Prevelakis) |
- αισθησιακή φαίνεται να είναι για τον Pοΐδη η ιδανική σχέση ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη (Dimaras)
- ② sensuous, sensual, carnal (syn σαρκικός, σωματικός, ant διανοητικός or πνευματικός or ψυχικός):
- ~ βίος, αισθησιακή ζωή carnal life |
- αισθησιακή σχέση |
- αισθησιακές ανάγκες |
- αισθησιακές εξάψεις, αισθησιακές συγκινήσεις |
- ~ ερεθισμός |
- αισθησιακό φίλτρο |
- αισθησιακές απολαύσεις or ηδονές carnal pleasures |
- αισθησιακή χαρά sensual delight |
- αισθησιακή επιθυμία, πόθος ~, ~ ερωτισμός or ηδονισμός |
- αισθησιακή ανθοφορία, αισθησιακή ολοκλήρωση |
- αισθησιακό όργιο |
- ~ διονυσιασμός |
- αισθησιακά χείλη |
- ~ άνθρωπος sensualist |
- αισθησιακή γυναίκα |
- αισθησιακή διαστροφή sensual perversion |
- εξιδανικευμένη αισθησιακή ευφροσύνη (Karantonis) |
- αισθησιακή ποίηση, αισθησιακά ποιήματα, αισθησιακά σονέτα |
- παίρνει μια έκφραση αισθησιακής συγκίνησης (Melas).
- ① relating to the physical senses, of the senses: