Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθησιακά [esθisiaká] adv
- sensually, carnally (syn φιλήδονα):
- ~ προκλητική |
- γυναίκες που μόνον ποθούν ~ (Thrylos) |
- τραγούδησε τη γυναίκα ~ (Melas) |
- η γοητεία της ερήμου ενεργεί συχνά ~ σε πολλές Aγγλίδες κι Aμερικανίδες περιηγήτριες (Ouranis) |
- είμαστε ~ ή οπωσδήποτε εξωαισθηματικά επηρεασμένοι (Tsatsos)
[der of αισθησιακός; cf kath αισθησιακώς]
- sensually, carnally (syn φιλήδονα):