Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθηματολογώ [esθimatoloγó] Ρ10.9α : (σπάν.) χρησιμοποιώ αισθηματολογίες.
[λόγ. αισθηματολόγ(ος) -ώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθηματολογώ [esθimatoloγó]
- ① behave or express o.s. sentimentally (syn φέρομαι or μιλώ αισθηματικά; quasi-syn ερωτοτροπώ, ερωτολογώ):
- ο νεαρός και η κυρία αισθηματολογούν
- ② treat romantically and unrealistically, sentimentalize, romanticize (syn αερολογώ):
- οι μυστικιστές αισθηματολογούν |
- ο πολιτικός δεν πρέπει να αισθηματολογή |
- δεν αισθηματολογεί ανούσια (Palam)
[der of αισθηματολόγος]
- ① behave or express o.s. sentimentally (syn φέρομαι or μιλώ αισθηματικά; quasi-syn ερωτοτροπώ, ερωτολογώ):