Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθηματολογία η [esθimatolojía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : έκφραση ή συμπεριφορά με υπερβολικά συναισθηματικό χαρακτήρα: Tραγούδι γεμάτο ρομαντικές αισθηματολογίες. Kακόγουστες / γελοίες αισθηματολογίες.
[λόγ. αισθηματολόγ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθηματολογία [esθimatoloyía] η,
- ① sentimentality (syn αισθηματισμός):
- ανούσια or γελοία ~, μελοδραματική ~ |
- ρομαντική ~ γλυκανάλατη |
- ο ιδανισμός μεταβάλλεται σε ~ (Dimaras) |
- υπερβολή ευαισθησίας οδηγεί σε κούφια κι άχαρη ~, την ~ του ρομαντικού (Panagiotop)
- ② excessive sentimentality, gush, goo (syn αισθηματική διαχυτικότητα, σιρόπια):
- τραγούδι γεμάτο αισθηματολογίες |
- τον κουράζουν οι αισθηματολογίες
[cpd w. -λογία]
- ① sentimentality (syn αισθηματισμός):