Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθηματικός -ή -ό [esθimatikós] Ε1 : 1.ερωτικός: Aισθηματικές σχέσεις. ~ δεσμός. H αισθηματική ζωή κάποιου. Aγόρι / κορίτσι με αισθηματικά προβλήματα. Aισθηματικό διήγημα / μυθιστόρημα. 2. (σπάν.) συναισθηματικός: ~ άνθρωπος / τύπος.
αισθηματικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Συνδέθηκαν ~ κι αργότερα παντρεύτηκαν. [λόγ. αισθηματ- (αίσθημα) -ικός μτφρδ. γαλλ. sentimental]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθηματικός, -ή, -ό [esθimatikós]
- ① relating to a noble sentiment, sentimental:
- μη ~ unsentimental |
- αισθηματική αντίληψη των πραγμάτων |
- αισθηματική ευγλωττία, συγκίνηση, αδυναμία, ευγλωττία, συγκίνηση, αδυναμία, ευγένεια, ταινία |
- αισθηματικό στοιχείο |
- αισθηματικό δράμα sentimental drama |
- με την ανατροφή μπορεί κανείς ... μια καρδιά αναίσθητη να την κάνη αισθηματική (Saratsis) |
- οι πιο αισθηματικοί μιλούσαν για τον ερωτευμένο συμπαθητικά (Xenop) |
- poem σ' έπλασα ωραίο κ' αισθηματικό (Kavafis)
- ② relating to love between the sexes, usu the first love or pure or idealized love, romantic (syn ιδανικός, ρομαντικός):
- ένας νέος απάνω στην αισθηματική τρυφερότητα της εφηβείας |
- η αισθηματική φύση της γυναίκας |
- η αισθηματική ζωή της κυρίας |
- ~ έρωτας |
- γάμος μη ~ |
- αισθηματική ανάπτυξη (του νέου) |
- αισθηματική περιπέτεια |
- υπόθεση αισθηματικής περιπλοκής |
- αισθηματική αγωνία, απογοήτευση |
- αισθηματική διαχυτικότητα (syn αισθηματολογία 2) |
- αισθηματική φράση |
- αισθηματικό τραγούδι |
- αισθηματικά μυθιστορήματα |
- αηδιαστική αισθηματική λογοτεχνία, σαχλά αισθηματικά έργα, ανόητα αισθηματικά κομμάτια sob stuff |
- μας κάνει τώρα την αισθηματική παρθένα (Nirvanas, in dialogue)
- ③ sensitive (syn in αισθαντικός):
- αισθηματική νέα |
- ένας ~ τύπος νέου
[der of αίσθημα]
- ① relating to a noble sentiment, sentimental: