Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισθηματικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αισθηματικά [esθimatiká] adv
  • ① in feelings, sentimentally (syn L αισθηματικώς 1):
    • το αντικείμενο της αισθητικής θέας πρέπει να πλαταίνη τον ~ παραστατικό μας ορίζοντα (Papanoutsos) |
    • δε θα 'γραφε αισθηματικότερα, αν ήτανε Eλληνίδα δασκάλα (Travlantonis) |
    • σύμφωνα με αυτούς το ποιητικό έργο ζη και ενεργεί ~ με το λόγο (Geros) |
    • (τη διάκριση την έκανε) κάποιος τρίτος ~ αδιάφορος προς το άλογο ή το έλλογο στοιχείο (id.) |
    • ο Πετράρχης ήταν δεμένος ~ και ιδεολογικά ... με την Iταλία ολόκληρη (Kanellop)
  • ② in love (syn L αισθηματικώς 2, ερωτικώς)

[der of αισθηματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες