Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθηματίας ο [esθimatías] Ο3 : άνθρωπος συναισθηματικά ευαίσθητος, ιδίως όσον αφορά τον έρωτα.
[λόγ. αισθηματ- (αίσθημα) -ίας μτφρδ. γαλλ. sentimentaliste]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθηματίας [esθimatías] ο,
- person of sentiment, sentimentalist (syn ευαίσθητος άνθρωπος, άνθρωπος με [ευγενή] αισθήματα, άνθρωπος με συναισθηματικό κόσμο):
- ένας εμπνευσμένος ~ |
- είσαι ~ και παρασύρεσαι από αφηρημένα ιδανικά |
- | in adj use |
- εραστής των δύο αδελφών -δυο αδελφές διπλή χαρά- ο ~ νέος εσκότωσε τη μια, που ... προτίμησε από τον αδελφό το μνηστήρα (Palaiologos)
- ⓐ a magnanimous or noble person (syn ευγενής άνθρωπος, άνθρωπος με καρδιά, πονόψυχος άνθρωπος)
[der of αίσθημα; cf καυχηματίας, οιηματ-, πνευματ-, τραυματ-, φρονηματ-ίας etc]
- person of sentiment, sentimentalist (syn ευαίσθητος άνθρωπος, άνθρωπος με [ευγενή] αισθήματα, άνθρωπος με συναισθηματικό κόσμο):