Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αισθαντικός -ή -ό [esθandikós] Ε1 : 1.(σπάν.) που έχει αισθήσεις ή αισθάνεται: Tο καράβι βογκούσε σαν πράγμα αισθαντικό. 2α. (για πρόσ.) που είναι συναισθηματικός ή ευαίσθητος: ~ ποιητής / καλλιτέχνης. Aισθαντική γυναίκα / ψυχή / ιδιοσυγκρασία. Aισθαντικά νιάτα. β. που προκαλεί συναισθήματα, ιδίως ευάρεστα: Aισθαντικά λουλούδια. (μουσ.) Aισθαντικό ύφος.
αισθαντικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αισθάν(ομαι) -τικός μτφρδ. γαλλ. sensible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθαντικός, -ή, -ό [esθandikós] (& αισταντικός)
- endowed w. fine discrimination and delicate taste, sensitive (syn αισθηματικός 3, ευαίσθητος):
- ~ άνθρωπος, ποιητής, καλλιτέχνης, αφηγητής, αναγνώστης |
- αισθαντικό πλάσμα |
- αισθαντική ποιήτρια, ψυχή, ιδιοσυστασία, τρυφερότητα, καρδιά |
- αισθαντικά νιάτα |
- ένας βαθιά ~ φιλόσοφος (Palam) |
- το πρόβλημα του καλού ... απασχολεί καλλιτέχνες και αισθαντικούς ανθρώπους (Papanoutsos) |
- έργο ενός αισθαντικού και άξιου γλύπτη (SKarouzou) |
- η ποίηση είναι η μουσική της ψυχής και προπάντων ψυχών μεγάλων και αισθαντικών (Vrettakos) |
- poem μια πίκρα πάλι θα γενή το αισθαντικό μεθύσι (Malakasis)
[der of *αισθαντός, verbal adj of αισθάνομαι]
- endowed w. fine discrimination and delicate taste, sensitive (syn αισθηματικός 3, ευαίσθητος):