Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αισθαντικά [esθandiká] adv (& αισταντικά)
- in a sensitive way, in a manner showing delicate taste, sensitively (syn ευαίσθητα):
- poem όμως τίποτ' απ' αυτά |
- που εσένα τριγυρίζουν |
- νοερά κ' ~, |
- τίποτε δεν αξίζουν |
- ένα μικροκάμωτο κορμάκι κλ (Palam) |
- περνά το δέντρο αισταντικά, που η παρθενιά του κρίνος, |
- η περηφάνεια του δειλή, πόθος το λύγισμά του (Golfis)
[der of αισθαντικός]
- in a sensitive way, in a manner showing delicate taste, sensitively (syn ευαίσθητα):