Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αισίως [esíos] adv (L)
  • auspiciously, propitiously (syn αίσια):
    • αφίχθησαν ~.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες