Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιρετός — ‑τής ο· αιτιατ. πληθ. αιρετάς· αιρητάς.
-
- Διαιτητής:
- να μηδέν κρατηθεί εις την κρίσην τους αιρητάς (Aσσίζ. 1761 (έκδ. αί‑)).
[επίθ. αιρετός (ενν. δικαστής, κριτής) ως ουσ.· εάν λ. ‑τής, πιθ. αναλογ. προς τα δικαστής, κριτής]
- Διαιτητής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιρετός -ή -ό [eretós] Ε1 : (για πρόσ.) που εκλέγεται ή που έχει εκλεγεί με ψηφοφορία: Οι δήμαρχοι και οι νομάρχες είναι αιρετοί άρχοντες. Aιρετό διοικητικό συμβούλιο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι άρχοντας ~, ο βασιλιάς κληρονομικός. Ο ~ εκπρόσωπος και ως ουσ. ο αιρετός.
[λόγ. < αρχ. αἱρετός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιρετός, -ή, -ό [eretós] (L)
- chosen by election, elective (syn εκλεγόμενος με ψηφοφορία):
- ο πρόεδρος της δημοκρατίας είναι ~ άρχων (ant άρχων με κληρονομική διαδοχή) |
- οι δήμαρχοι είναι αιρετοί άρχοντες |
- τα αιρετά μέλη του συμβουλίου (ant διοριζόμενα, μόνιμα) |
- η αιρετή πολιτική κλίμακα the elective political ladder |
- οι αιρετοί αντιπρόσωποι του λαού the elective representatives of the people |
- αιρετή νομοθετική συνέλευση |
- ο επίσημος τίτλος (sc του Περικλή) είναι ~ στρατηγός του αθηναϊκού κράτους (Miliadis)
[fr AG αἱρετός, verb adj of αἱροῦμαι 'elect']
- chosen by election, elective (syn εκλεγόμενος με ψηφοφορία):