Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιρετικός, επίθ.· αιρέτικος· αιρητικός.
-
- 1) Που ανήκει σε θρησκευτική αίρεση:
- (Aσσίζ. 3927).
- 2) Aσεβής:
- (Γαδ. διήγ. 366).
[αρχ. επίθ. αιρετικός. H λ. και σήμ.]
- 1) Που ανήκει σε θρησκευτική αίρεση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιρετικός -ή -ό [eretikós] Ε1 : α.για θεωρία, διδασκαλία κτλ. που χαρακτηρίζεται ως αίρεση· (πρβ. ορθόδοξος): Aιρετική άποψη. H διδασκαλία του Aρείου καταδικάστηκε από την επίσημη εκκλησία ως αιρετική. β. που δημιούργησε ή που υποστηρίζει μιαν αίρεση. || (ως ουσ.) ο αιρετικός: Ένας ~ στην τέχνη / πολιτική. Διωγμοί των αλλοθρήσκων και των αιρετικών.
[λόγ. < ελνστ. αἱρετικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιρετικός1 [eretikós] ο,
- ① heretic, sectarian (syn αποστάτης της ορθής πίστεως, near-syn σχισματικός):
- ένας ~ ... πέθανε στη φυλακή αφορισμένος (Papanoutsos) |
- ξέρουμε τι περιμένει τους αιρετικούς σ' εποχές θρησκευτικού πολέμου (Theotokas) |
- τη μεγαλύτερη αυστηρότητα την έδειξαν ... όχι προς τους απίστους αλλά προς τους αιρετικούς (Dimaras)
- ② the person deviating fr established ideas and practices (near-syn προοδευτικός άνθρωπος, πρωτοπόρος):
- είχανε μαζευτή ... οι αιρετικοί του θεάτρου ... οι πρωτοπόροι, οι απόστολοι των νέων θεών (Melas)
[substantiv. m of αιρετικός]
- ① heretic, sectarian (syn αποστάτης της ορθής πίστεως, near-syn σχισματικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιρετικός2, -ή, -ό [eretikós] (L)
- ① belonging to a religious or ecclesiastic heresy, misbelieving, heretical, sectarian (syn κακόδοξος, near-syn σχισματικός, ant ορθόδοξος):
- αιρετικό πνεύμα sectarianism |
- αιρετικές πεποιθήσεις unsound beliefs or convictions |
- αιρετική στάση heretical attitude or position |
- αιρετικές τάσεις heretical trends |
- αιρετική διδαχή |
- οι άνθρωποι σκοτώνονται ... για τα λόγια τους που δίνουν την εντύπωση ότι είναι αιρετικά (Theotokas) |
- το τρωτό της αιρετικής ερμηνείας (Tatakis) |
- αιρετική Δύση heretical Western Europe |
- δε θεωρήθηκε ο εσφαλμένος συλλογισμός του Aνσέλμου ~ (Kanellop)
- ② deviating fr the established order or routine, one's own, uncommon, novel, progressive (syn νεόδοξος, νεωτερικός):
- ο σχισματικός ή ~ κομμουνισμός |
- ακολουθεί άλλες, δικές του αιρετικές κατευθύνσεις (Christidis) |
- υποστηρίζουν αιρετικές απόψεις |
- κυριαρχούσε ... η αδιαλλαξία του γλωσσικού φανατισμού και ο Παλαμάς με τον κίνδυνο να φανή ~ είχε την τόλμη κλ (Chourmouzios) |
- ποιος σήμερα θεωρεί απλησίαστα και αιρετικά τα ποιήματα του Γρυπάρη; |
- αιρετικά γλωσσικά διδάγματα
[fr MG αιρετικός ← AG]
- ① belonging to a religious or ecclesiastic heresy, misbelieving, heretical, sectarian (syn κακόδοξος, near-syn σχισματικός, ant ορθόδοξος):