Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιρετικό
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αιρετικό [eretikó] το,
  • thing or idea different fr the commonly held:
    • (τον Παλαμά) τον τραβάει το καινούργιο, το επαναστατικό, το ~ (Dimaras)

[substantiv. n of adj αιρετικός]

[Λεξικό Κριαρά]
αιρετικός, επίθ.· αιρέτικος· αιρητικός.
  • 1) Που ανήκει σε θρησκευτική αίρεση:
    • (Aσσίζ. 3927).
  • 2) Aσεβής:
    • (Γαδ. διήγ. 366).

[αρχ. επίθ. αιρετικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιρετικός -ή -ό [eretikós] Ε1 : α.για θεωρία, διδασκαλία κτλ. που χαρακτηρίζεται ως αίρεση· (πρβ. ορθόδοξος): Aιρετική άποψη. H διδασκαλία του Aρείου καταδικάστηκε από την επίσημη εκκλησία ως αιρετική. β. που δημιούργησε ή που υποστηρίζει μιαν αίρεση. || (ως ουσ.) ο αιρετικός: Ένας ~ στην τέχνη / πολιτική. Διωγμοί των αλλοθρήσκων και των αιρετικών.

[λόγ. < ελνστ. αἱρετικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιρετικός1 [eretikós] ο,
  • ① heretic, sectarian (syn αποστάτης της ορθής πίστεως, near-syn σχισματικός):
    • ένας ~ ... πέθανε στη φυλακή αφορισμένος (Papanoutsos) |
    • ξέρουμε τι περιμένει τους αιρετικούς σ' εποχές θρησκευτικού πολέμου (Theotokas) |
    • τη μεγαλύτερη αυστηρότητα την έδειξαν ... όχι προς τους απίστους αλλά προς τους αιρετικούς (Dimaras)
  • ② the person deviating fr established ideas and practices (near-syn προοδευτικός άνθρωπος, πρωτοπόρος):
    • είχανε μαζευτή ... οι αιρετικοί του θεάτρου ... οι πρωτοπόροι, οι απόστολοι των νέων θεών (Melas)

[substantiv. m of αιρετικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιρετικός2, -ή, -ό [eretikós] (L)
  • ① belonging to a religious or ecclesiastic heresy, misbelieving, heretical, sectarian (syn κακόδοξος, near-syn σχισματικός, ant ορθόδοξος):
    • αιρετικό πνεύμα sectarianism |
    • αιρετικές πεποιθήσεις unsound beliefs or convictions |
    • αιρετική στάση heretical attitude or position |
    • αιρετικές τάσεις heretical trends |
    • αιρετική διδαχή |
    • οι άνθρωποι σκοτώνονται ... για τα λόγια τους που δίνουν την εντύπωση ότι είναι αιρετικά (Theotokas) |
    • το τρωτό της αιρετικής ερμηνείας (Tatakis) |
    • αιρετική Δύση heretical Western Europe |
    • δε θεωρήθηκε ο εσφαλμένος συλλογισμός του Aνσέλμου ~ (Kanellop)
  • ② deviating fr the established order or routine, one's own, uncommon, novel, progressive (syn νεόδοξος, νεωτερικός):
    • ο σχισματικός ή ~ κομμουνισμός |
    • ακολουθεί άλλες, δικές του αιρετικές κατευθύνσεις (Christidis) |
    • υποστηρίζουν αιρετικές απόψεις |
    • κυριαρχούσε ... η αδιαλλαξία του γλωσσικού φανατισμού και ο Παλαμάς με τον κίνδυνο να φανή ~ είχε την τόλμη κλ (Chourmouzios) |
    • ποιος σήμερα θεωρεί απλησίαστα και αιρετικά τα ποιήματα του Γρυπάρη; |
    • αιρετικά γλωσσικά διδάγματα

[fr MG αιρετικός ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες