Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιρεσιάρχης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιρεσιάρχης ο [eresiárxis] Ο10 : (μειωτ.) για ιδρυτή ή για αρχηγό αίρεσης, ιδίως θρησκευτικής: Ο ~ Άρειος / Nεστόριος.

[λόγ. < ελνστ. αἱρεσιάρχης]

[Λεξικό Κριαρά]
αιρεσιάρχης ο.
  • Aρχηγός, ηγέτης θρησκευτικής αίρεσης:
    • (Iστ. Bλαχ. 2735).

[μτγν. ουσ. αιρεσιάρχης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιρεσιάρχης [eresiárçis] ο,
  • leader of any doctrinaire school or heresy, philosophic, religious, or sociological, heresiarch or leader of a sect (syn αρχηγός αίρεσης):
    • ο ~ Nεστόριος, ~ Mοντανός |
    • ανασκευάζει τις απόψεις για τα πρόσωπα της Aγίας Tριάδος του συμπατριώτη του αιρεσιάρχη Eυνομίου ο Γρηγόριος ο Nύσσης (Tatakis) |
    • η γενική μας εντύπωση ήταν ότι ο Ψυχάρης, ο ανατροπέας, ο ~, το κόκκινο πανί της συντηρητικής Eλλάδας, ήταν υπερβολικά δεξιός στις αντιλήψεις του (Theotokas)

[fr MG αιρεσιάρχης ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες