Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιολικός 1 -ή -ό [eolikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους Aιολείς ή με τη χώρα τους: Aιολική διάλεκτος / τέχνη / ποίηση / λύρα. Aιολικό μέτρο / κιονόκρανο / κυμάτιο. || (γλωσσ.): Aιολική υπόθεση. || (μουσ.): ~ τρόπος.
[λόγ. < ελνστ. Aἰολικός (< αρχ. Aἰολεῖς)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιολικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με τον άνεμο. α. που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου: Aιολική άρπα / μηχανή. β. που προέρχεται ή που δημιουργείται από τον άνεμο: Aιολική ενέργεια. || (γεωλ.): Aιολικά πετρώματα / ιζήματα. Aιολική άμμος / διάβρωση.
[λόγ. < αγγλ. eolic < αρχ. Aἴολ(ος) -ic = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιολικός1, -ή, -ό [eolikós]
- of the Aeolians or Aeolis, Aeolic, Aeolian:
- αιολική γλώσσα (διάλεκτος) Aeolic language (dialect) |
- ~ τύπος Aeolic (dial) form |
- αιολική λυρική ποίηση Aeolic lyric poetry |
- αιολικά μέτρα Aeolic metrics |
- αιολική λύρα Aeolic lyre |
- ~ τρόπος Aeolian mode |
- poem την πήρε ψυχοκόρη της ταιριάζοντάς την |
- η αιολική ψυχή τη θρακική τη λύρα (Palam) |
- ... για ν' ακούεται |
- μ' αιολική αρμονία |
- να σ' εξυμνούνε αμβρόσια χείλη, ω θεία (Markoras)
[fr AG Aἰολικός, der of Aἰολία (= Aἰολίς)]
- of the Aeolians or Aeolis, Aeolic, Aeolian:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιολικός2, -ή, -ό [eolikós]
- Aeolian, of or made by Aeolus, king of the winds:
- geol αιολικές αποθέσεις or αιολικά αποθέματα Aeolian deposits (syn ανεμογενή πετρώματα) |
- mus αιολική άρπα Aeolian harp |
- poem να πνέψης ...|...| το φύσημά σου το πανάχραντο |
- σαν από κάποιο ασκό ορμημένο |
- αιολικόν (Skipis) |
- εκεί βαφτισμένα τα λόγια υφαίνουν με χορδές αιολικής άρπας άσματα κύκνεια (Kavafis)
[fr Aιολικός, der of Aίολος]
- Aeolian, of or made by Aeolus, king of the winds: