Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αινώ [enó] (L)
- praise, laud:
- αφού πετάξη εδώ κ' εκεί με τ' αγγελικά φτερά και προσπαθήση να αινέση τον Kύριο ..., αρχίζει να πλήττη (Ouranis) |
- poem θα ψάλω ό,τι ο αίνος |
- και το ελεγείο |
- αινούν (Mavreas) |
- μικρό είμ' αηδόνι, |
- μα ξέρω να σ' ~ και να σου τάζω (id.)
[fr AG, K αἰνῶ 'praise']
- praise, laud: