Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αινιγματικός -ή -ό [eniγmatikós] Ε1 : που, όπως το αίνιγμα, είναι δύσκολο να τον καταλάβουμε ή να τον ερμηνεύσουμε: ~ άνθρωπος. Aινιγματική συμπεριφορά. Aινιγματικό βλέμμα / χαμόγελο. Aινιγματικά λόγια.
αινιγματικά ΕΠIΡΡ: Xαμογέλασε ~. [λόγ. < μσν. αινιγματικός < αινιγματ- (αίνιγμα) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αινιγματικός, -ή, -ό [eniγmatikós]
- ① pertaining to a riddle, enigmatic:
- αινιγματικό παραμύθι |
- αινιγματική γλώσσα (σε παραμύθια)
- ② fig inexplicable, puzzling, cryptic, mysterious, intriguing, enigmatic (syn αινιγματώδης, μυστηριώδης, σκοτεινός):
- αινιγματική προσωπικότητα, αινιγματική φυσιογνωμία, αινιγματική μορφή |
- ένα πρόσωπο αινιγματικό an enigma |
- ~ άνθρωπος, ~ άντρας (L ανήρ), αινιγματική ωραία γυναίκα, αινιγματική γυναικεία ψυχή |
- κόσμος ~ κι ανεξήγητος |
- αινιγματική η στάση των πολιτικών ηγετών |
- η φυσιογνωμία του έχει κάτι το αινιγματικό |
- τηρεί αινιγματική σιωπή maintains a cryptic silence |
- αινιγματικές δηλώσεις ambivalent, cryptic statements |
- σκοτεινές και αινιγματικές εκφράσεις |
- σκέφτομαι τα αινιγματικά λόγια του πατέρα μου |
- αινιγματικό ερώτημα |
- αινιγματικά αποφθέγματα |
- αινιγματικό χαμόγελο |
- η άρρωστη άκουε μ' ένα αδύνατο κ' αινιγματικό χαμόγελο (Kondylakis) |
- τα λόγια μου θα φαίνωνται σιβυλλικά, αινιγματικά (Palamas) |
- ένα έργο ανεδαφικό ... και για μένα αινιγματικό (Melas) |
- (ένας άλλος καιρός είχε) την αινιγματική γοητεία των αγέννητων πραγμάτων (Theotokas) |
- (ο Σωκράτης) φαίνεται γοητευτικός μαζί κ' ~ (Papanoutsos) |
- ποτέ το αύριο δεν υπήρξε τόσο αινιγματικό (Kanellop) |
- η πραγματικότητα ... παραμένει γι' αυτούς αινιγματική (Prevelakis) |
- poem ... και πάντα καρτεράνε |
- το νέο τον αινιγματικό, τον όμορφο, τον πλούσιο, |
- που θα τους δώση τη λαμπρή ζωή που λαχταράνε (Ouranis)
[fr αινιγματικός: Characteres epistolici, ed. V. Weichert, 15]
- ① pertaining to a riddle, enigmatic: