Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αινιγματικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αινιγματικά [eniγmatiká] adv
  • in an obscure way, cryptically, enigmatically (syn μυστηριωδώς, συγκεκαλυμμένα):
    • μιλεί ~speaks cryptically |
    • (σ' ένα γράμμα) μου χάραξε υπονοητικά, σχεδόν ~κάτι τι που μ' έκαμε να στοχαστώ (Palam) |
    • σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε ~(Xenop) |
    • όλοι μ' ατένιζαν ~και μ' εχθρότητα (Ouranis)

[der of αινιγματικός; cf MG αινιγματικώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες