Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιμόφυρτος, επίθ.
-
- Aιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα:
- (Bίος Aλ. 3876).
[μτγν. επίθ. αιμόφυρτος. H λ. και σήμ.]
- Aιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμόφυρτος -η -ο [emófirtos] Ε5 : 1.(συνήθ. για πρόσ.) που είναι γεμάτος αίματα, τα οποία προέρχονται από δικό του τραύμα: Tον πήγαν αιμόφυρτο στο νοσοκομείο. 2. (μτφ.) που έχει υποστεί πολλές καταστροφές και ιδίως βίαιους θανάτους: H χώρα βγήκε αιμόφυρτη από την περιπέτεια του πολέμου.
[λόγ. < ελνστ. αἱμόφυρτος (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμόφυρτος, -η, -ο [emófirtos] (L)
- ① blood-covered, bloodstained, bloody, ensanguined (syn αιματοβαμμένος 1, γεμάτος αίματα, καταματωμένος):
- κρατάει το αιμόφυρτο σώμα της μοναχοκόρης του |
- στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μέσα από τα οποία η Eλλάδα προβάλλονταν αιμόφυρτη και τσακισμένη, η παρουσία του Σικελιανού ... ήταν ανάμεσά μας ένας ήλιος αισιοδοξίας (Karantonis) |
- poem απόψε ήρθα κ' εγώ ...|...| να κλάψω μπρος στο αιμόφυρτο κορμί της πλέον ωραίας |
- ψυχής (Eliya)
- ② bloodred (syn in αιματερός 3):
- poem στη δύση ρόδα αιμόφυρτα λάμπαν ακόμη (Peranthis)
[fr MG αιμόφυρτος ← K]
- ① blood-covered, bloodstained, bloody, ensanguined (syn αιματοβαμμένος 1, γεμάτος αίματα, καταματωμένος):