Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμόφιλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιμόφιλος [emófilos] ο,
  • one suffering fr hemophilia, bleeder, hemophiliac (syn αιμοφιλικός, αιμορροφιλικός) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες