Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμόπτυση η [emóptisi] Ο33 : αποβολή αίματος από το στόμα, η οποία οφείλεται σε βλάβη εσωτερικών οργάνων του σώματος και ιδίως του αναπνευστικού συστήματος: Ο άρρωστος έχει / κάνει αιμοπτύσεις, φτύνει αίμα.
[λόγ. < νλατ. hemoptysis < hemo- = αιμο- + αρχ. πτύ(σις) `φτύσιμο΄ -ση με βάση το ελνστ. αἱμοπτυϊκός `που φτύνει αίμα΄ (πρβ. αρχ. αἵματος πτύσις)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμόπτυση [emóptisi] η, (& L αιμόπτυσις) med
- spitting of blood, hemoptysis, usu of TB patients:
- κάνει ~ |
- έχει αιμοπτύσεις (syn φτύνει αίμα) |
- είχε ~ (syn του ήρθε αίμα)
[cpd w. πτύσις; cf ανάπτυσις (Galen), έκ-, από-πτυσις]
- spitting of blood, hemoptysis, usu of TB patients: