Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμόλυση η [emólisi] Ο33 & αιμολυσία η [emolisía] Ο25 : (ιατρ.) βλάβη που συνίσταται σε αποχωρισμό της αιμοσφαιρίνης από τα ερυθρά αιμοσφαίρια.
[λόγ. < γαλλ. hémolyse < hémo- = αιμο- + αρχ. λύ(σις) -ση· λόγ. αιμόλυσ(ις) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμόλυση [emólisi] η, (& L αιμόλυσις) med
- hemolysis.