Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμωδία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιμωδία [emo∂ía] η, (L) med
  • numbness (syn μερμήγκιασμα, μούδιασμα)

[fr AG αἱμωδία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες