Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοχαρής -ής -ές [emoxarís] Ε10 : (λόγ., ιδ. για πρόσ.) αιμοβόρος2.
[λόγ. < ελνστ. αἱμοχαρής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοχαρής, -ής, -ές [emoxarís]
- delighting in blood, bloodthirsty, sanguinary, cruel (syn αιματόχαρος):
- ~ εχθρός |
- έχει αιμοχαρή ένστικτα |
- η μάνα του Xριστού οδηγάει το στρατό μας και τον χαίρεται στη μάχη και στη νίκη· την έκανε αιμοχαρή την Παναγιά, την βλέπει με σπαθί στο χέρι (AVlachos)
[fr MG ← K αἱμοχαρής]
- delighting in blood, bloodthirsty, sanguinary, cruel (syn αιματόχαρος):