Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοστατικός -ή -ό [emostatikós] Ε1 : που προκαλεί αιμόσταση ή γενικά έχει σχέση με αυτή: Aιμοστατικά φάρμακα. Aιμοστατική λαβίδα / ταινία. H αιμοστατική ικανότητα του αίματος. || (ως ουσ.) το αιμοστατικό, κάθε μέσο, ιδίως φάρμακο, που χρησιμοποιείται για το σταμάτημα της αιμορραγίας.
[λόγ. < ελνστ. αἱμοστατικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοστατικός, -ή, -ό [emostatikós] (& region. ματοστατικός)
- stopping bleeding, hemostatic:
- αιμοστατικό φάρμακο hemostatic drug |
- surg αιμοστατική λαβίδα hemostatic forceps |
- surg αιμοστατική ταινία garrot, tourniquet |
- αύξηση της αντιτοξικής και αιμοστατικής ικανότητας του αίματος (Katsigra) |
- τούτο είναι το γκρεμνόχορτο, θα το 'χης για ματοστατικό (Prevelakis)
[fr MG αιμοστατικός (6th c. AD)]
- stopping bleeding, hemostatic: