Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμορροώ [emoroó] Ρ10.9α : (λόγ.) αιμορραγώ: Πληγή που αιμορροεί.
[λόγ. < αρχ. αἱμορροῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμορροώ [emoroó] αιμορροείς,
- bleed, suffer bleeding (syn αιμορραγώ)
[fr AG, K, PatrG αιμορροώ 'have a bloody flux']