Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμορραγία η [emorajía] Ο25 : 1.ροή αίματος έξω από το κυκλοφορικό σύστημα: ~ από τη μύτη / το στόμα. || (ιατρ.): Εσωτερική / τραυματική / εγκεφαλική ~. Aρτηριακή / φλεβική ~. Aκατάσχετη ~. || απώλεια αίματος: Πέθανε από ~. 2. (μτφ.) πολύ μεγάλη απώλεια: ~ κεφαλαίων / εργατικών χειρών / επιστημόνων, λόγω απομάκρυνσής τους σε άλλη χώρα. Οικονομική ~, μεγάλες δαπάνες: Ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών προκαλεί μόνιμη οικονομική ~.
[λόγ.: 1: αρχ. αἱμορραγία· 2: σημδ. γαλλ. hémorragie (< αρχ. αἱμορραγία)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αιμορραγία η· αιμορραΐα.
-
- Aιμορραγία:
- (Eρμον. Λ 5).
[αρχ. ουσ. αιμορραγία. H λ. και σήμ.]
- Aιμορραγία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμορραγία [emorayía] η,
- ① bleeding, hemorrhage:
- μεγάλη, ακατάσχετη ~ violent bleeding |
- εσωτερική ~ |
- εξωτερική ~ |
- τραυματική ~ |
- έπαθα ~ στη μύτη I suffered a nosebleed |
- από χτύπημα ή και από εσωτερική αιτία ... μπορεί να γίνη ~ από τη μύτη (Saratsis) |
- έχει αίμα, είχε αρχίσει η ~ της αποβολής (Xenop) |
- τη βρήκε ~ και πέθανε |
- η ρίζα ενός φυτού έχει τη δύναμη να σταματά την ~
- ② fig tremendous loss (of revenue):
- ο παραληρηματικός ανταγωνισμός των εξοπλισμών, αυτή η ασταμάτητη οικονομική ~, προκαλεί την καθυστέρηση της εφαρμογής της κοινωνικής δικαιοσύνης (Panagiotop)
[fr AG αἱμορραγία]
- ① bleeding, hemorrhage: