Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμοπότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αιμοπότης ο.
  • Aυτός που πίνει αίμα, αιμοχαρής:
    • λέων … αιμοπότης (Διγ. Z 173).

[μτγν. ουσ. αιμοπότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες