Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοπετάλιο το [emopetálio] Ο40 : (φυσιολ.) κυτταρικό στοιχείο του αίματος χωρίς πυρήνα, το οποίο συντελεί στην πήξη του σε περίπτωση αιμορραγίας.
[λόγ. αιμο- + πετάλιον < πέταλ(ον) -ιον μτφρδ. γαλλ. plaquette sanguine]