Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμομιξία η [emomiksía] Ο25 : σεξουαλική σχέση δύο ατόμων, τα οποία συνδέονται με στενή συγγένεια εξ αίματος: H απαγόρευση / το ταμπού της αιμομιξίας.
[λόγ. < ελνστ. αἱμομιξία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αιμομιξία η.
-
- H μεταξύ συγγενών εξ αίματος σαρκική ένωση:
- (Bακτ. αρχιερ. 138).
[<ουσ. αίμα + μίξις. H λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- H μεταξύ συγγενών εξ αίματος σαρκική ένωση: